Και τώρα ένα ευχάριστο διάλειμμα από τα περι μαστόρων πόστ.
Το Καϊσίν σας, όπως ξέρετε είναι μιξ φρούτο, γενετικώς βελτιωμένο DNA με την εισαγωγή φρέσκου από το σιδηρούν παραπέτασμα.
Το οποίο σιδηρούν παραπέτασμα, έχει υποπέσει στην αντίληψή μου, είναι πολύ παρεξηγημένο.
Οι περισσότεροι, άμα σκέφτονται τις χώρες του ανατολικού μπλοκός, σκέφτονται μιζεριασμένους Ρουμάνους-Μολδαβούς-Γύφτους και πεινασμένες αιθέριες υπάρξεις, καταπιεσμένες από δικτατορικά καθεστώτα και ανυπόμονες να βρεθούν στον παράδεισο των καμπαρέ του δυτικού κόσμου.
Ξέρω ότι θα σοκάρω κάποιους τωρά, αλλά τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Δεν ήταν όλες οι χώρες αυτές υπό δικτατορία ούτε και πεινούσαν. Η χώρα της καϊσομαμάς ας πούμε δεν ήταν καθόλου έτσι. Η καϊσομαμά αποφάσισε να ακολουθήσει τον φάδερ στο χρυσόξερο κέντρο της γης καμιά δεκαετία πριν την πτώση του “υπαρκτού” κουμμουνισμού.
Ναι δεν ήταν όλα ρόδινα, ναι υπήρχαν πολλά βλακώδη λάθη στο σύστημα, ΑΛΛΑ είχε και πολλά, μα πάρα πολλά καλά. Στο σιδηρούν παραπέτασμα ο κόσμος είχε πραγματικά δωρεάν παιδεία για παράδειγμα.
Τα νηπιαγωγεία εφακούσαν χαμέ το πιο εξκλούσιφ νηπιαγωγείο της Κύπρου και ήταν μούχτιν. Θυμάμαι ότι είχαν κουζίνα και μας μαγείρευαν φαΐ της ώρας για πρόγευμα και μεσημεριανό, την εποχή που το λυμένο σάντουιτς στην τσάντα ήταν η μόνη επιλογή στην Κύπρο.
Και είχαμε και δωμάτιο με κρεβάτια για να κοιμούνται τα παιδιά το μεσημέρι και το βράδυ.
Ναι καλά διάβασες, το βράδυ.
Ένα σημαντικό ποσοστό των νηπιαγωγείων μπορούσαν οι γονείς να αφήσουν τα παιδιά για διανυκτέρευση.
Γιατί? Όχι δεν ήταν κάποια άρρωστη κουμουνιστική άσκηση σκληραγώγησης. Απλά το σύστημα λάμβανε υπόψη τις ανάγκες των ανθρώπων που δούλευαν βάρδιες (ιατροί, νοσοκόμες, πυροσβέστες, αστυνομικοί πιλότοι, αεροσυνοδοί, οδηγοί τρένων, ελεγκτές κτλ).
Η καθαριότητα ήταν τζεί που το δεδομένη ενώ η καϊσομαμά έμαθε ότι υπήρχαν φτείρες στα σχολεία όταν ήρθαμε στον ελεύθερο, πολιτισμένο και δημοκρατικό κόσμο.
Στο γυμνάσιο τα φροντιστήρια ήταν άγνωστη λέξη.
Τα δίδακτρα επίσης.
Δεν είχε σημασία ποιος ήσουν, τι δουλειά έκανες, πόσο χαμηλά στην κοινωνική τροφική αλυσίδα ήσουν. Τα παιδιά σου μπορούσαν όχι μόνο να σπουδάσου ότι ήθελαν, αλλά και να αναπτύξουν παράλληλα και ό,τι ταλέντο είχαν. Πάλε μούχτιν. Μια καθαρίστρια μπορούσε, χωρίς να στερηθεί (σημαντικό αυτό), να στείλει το παιδί της να μαθαίνει και σαξόφωνο και πιάνο και όμποε και πιθκιαύλι και ότι ήθελε και να γίνει και ιατρός άμα μπορούσε. Υπήρχαν σχολεία στα οποία μπορούσαν να πάνε όσοι είχαν κάποια ιδιαίτερη κλίση ή ταλέντο ας πούμε μουσικά, καλών τεχνών, γυμναστικά, μαθηματικά (μαθηματικό γυμνάσιο πήγε και η μαμά) κτλ.
Τα πανεπιστήμια είχαν υψηλότατο επίπεδο και η εξέταση ήταν και γραπτή και προφορική, οπότε, όπως καταλαβαίνετε, τα περιθώρια για σκονάκι ήταν εξαιρετικά στενά. Όχι, ούτε η δωροδοκία καθηγητή ήταν εύκολη επιλογή, καθώς η εξέταση γινόταν κάπως έτσι:
Έμπαινες στην αίθουσα και τράβαγες ένα φάκελο ο οποίος είχε τις ερωτήσεις που έπρεπε να απαντήσεις. Ο κάθε φάκελος είχε και διαφορετικές ερωτήσεις (ούτε αντιγραφή από το διπλανό σπάσμα λοιπόν). Με το που τελείωνες πήγαινες μπροστά στον καθηγητή, του έδινες το γραπτό, το έβλεπε μπροστά σου και επιτόπου σε εξέταζε και προφορικά σε ότι θέμα της ύλης ήθελε και επιτόπου σου έβαζε και το βαθμό στο φοιτητικό σου βιβλιαράκι.
Τα ανέκδοτα που ξέρετε με αγορά πτυχίων με μια κουέλλα εν μεταγενέστερα.
Όχι πως έλειπαν οι φοιτητές που προσπαθούσαν να γελάσουν του καθηγητή, αλλά θα σας τις πω άλλη φορά.
Ως εργαζόμενος τώρα –γιατί ανεργία δεν υπήρχε- όσο χαμηλά και να ήσουν, θα μπορούσες να πας διακοπές και να στείλεις τα μωρά σου κατασκήνωση. Είχες ΠΛΗΡΗ ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εξασφαλισμένο αξιοπρεπές σπίτι, με ρεύμα και θέρμανση με μηδαμινό σχεδόν κόστος, εξασφαλισμένη σύνταξη και άλλα πολλά.
Για παράδειγμα, όταν ήταν περίπου ενός ο μπράδερ έμεινε για 1-2 χρόνια με τη γιαγιά ενώ εμείς ήμασταν Κύπρο, μέχρι να βρουν τα πόδια τους οι δικοί μου.
Η γιαγιά, επειδή ήταν εργαζόμενη και είχε και μικρό παιδί να προσέχει, έπαιρνε κουπόνια με τα οποία έπαιρνε φαγητό για το μωρό.
Θυμάμαι το καλοκαίρι που ήμουν και εγώ πηγαίναμε στο σημείο διανομής, που ήταν σαν καντίνα με κουζίνα στο βάθος, και έπαιρνε τρία γυάλινα βαζάκια τα οποία είχαν σούπα, κυρίως γεύμα και κρέμα για επιδόρπιο.
Γιατί όλοι ξέρουμε ότι οι εργαζόμενες μητέρες μπορεί να δυσκολεύονται να μαγειρέψουν το μεσημέρι ή το βράδυ.
Οκ δεν είχαν το πολυτελές διαμέρισμα, δεν είχαν τσάντα πράντα και πανάκριβα ρούχα, ούτε κόκα-κόλα και μακντόναλτς, αλλά είχαν ένα άνετο σπίτι, δεν τους τσιλλούσαν τα δάνεια στο λαιμό και ήταν και αυτοί και η οικογένειά τους εξασφαλισμένοι.
Όχι δεν πεινούσαν. Τα τελευταία χρόνια υπήρχε μια κρίση στην αγορά, η οποία περιόρισε την ποικιλία των αγαθών, αλλά σίγουρα δεν πεινούσαν. Θυμάμαι τραπέζια σε συγγενείς στα χωριά που ανταγωνίζονταν άξια τα κυπριακά τραπεζώματα.
Η εγκληματικότητα ήταν αμελητέα, όπως την εποχή που και στην Κύπρο κοιμόμασταν με τες πόρτες ανοιχτές, κυκλοφορούσαμε τρία 7χρονα σε μια μεγαλούπολη και δεν ανησυχούσε κανείς.
Οι πόλη ήταν περιποιημένη, με περιποιημένα πάρκα και πλατείες, με σιντριβάνια και έργα τέχνης, καθαρούς δρόμους κτλ.
(θυμίζει σας λίον Σουηδία έννεν?)
Και τότε γιατί τα πέταξαν όλα αυτά για τα οποία ο δυτικός κόσμος φτύνει αίμα, καταχρεώνεται και τελικά δεν απολαμβάνουν παρά μόνο λίγοι? Οέο?
Εν ιμπορώ να το αναλύσω σε ένα πόστ. Θέλει ολόκληρη διατριβή.
Αλλά μια πολλά -μα πολλά- απλουστευμένη εξήγηση είναι η εξής: Το μάρκετινγκ, οι λανθασμένες εντυπώσεις που είχαν για την αφθονία του δυτικού κόσμου, εξαιτίας εν μέρει του περιορισμού στις μετακινήσεις και, κυρίως, η νοοτροπία του όχλου.
Αυτή η τελευταία, δε, είναι που έστειλε στα τάρταρα και τη χώρα της καϊσομαμάς. Γιατί είχαν ένα πολύ καλό σύστημα που, ναι, είχε τα λάθη του, τις αγκυλώσεις του, τα κακά του, αλλά αντί να τα φτιάξουν τα λάθη σταδιακά και με ψυχραιμία, αποφάσισαν, παρασυρμένοι από το ντόμινο της πτώσης του σιδηρούν παραπετάσματος, να ρίξουν την κυβέρνηση, να κάψουν τη βουλή και να αφήσουν το κράτος ακυβέρνητο.
Μόνο που κανένα κράτος δεν μένει ακυβέρνητο ούτε καν για 2 μέρες. Πάντα θα βρεθούν οι σωτήρες που θα μουντάρουν να πάρουν τα ινία και καλά μέχρι να σταθεροποιηθεί η κατάσταση χάους και αναρχίας/μέχρι να απομακρυνθούν τα μιάσματα του προηγούμενου συστήματος/μέχρι τις εκλογές –για το καλό μας.
Μα αλήθεια! Μέχρι τις εκλογές μόνο!
Και μαντέψτε ποιοι είναι αυτοί:
Και αυτούς δεν τους ξεφορτώνεσαι με καμία ανατροπή, με κανένα κάψιμο, με καμία διαδήλωση.
Τους έμεινε η κόκα-κόλα, το όνειρο του μεγάλου σπιτιού με το λευκό φράκτη γύρω-γύρω και η πιο μεγάλη μάρκετινγκ απάτη έβερ:
Άμα δουλέψεις σκληρά και αφοσιωμένα μπορείς και ΕΣΥ να έχεις ΟΛΑ τα καταναλωτικά αγαθά που ποθεί η ψυχή σου.
Μεν ακούεις πελλάρες, ΌΛΟΙ μπορούν.
ΜΟΥΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ
Φάε τώρα το μπίκ μακ σου, πιες την κοκακολίτσα σου και ονειρέψου.