Με διαφορά μιάμισης εβδομάδας γεννήσαμε δύο πλάσματα
μέσα σε αυτό το σπίτι. Εγώ και η γάτα. Ένα πουρέκκι εγώ, τρία η γάτα. Στο ένα δωμάτιο στο κάρικοτ του το δικό μου,
στο δίπλα στην κασιούδα τους της γάτας. Είναι όλα προστατευμένα, ζεστά και
χουχούλικα.
Αν δεν ήμασταν όμως στο σήμερα σε αυτό το σπίτι, αν
ήμασταν σε εποχές που ακόμα δεν υπήρχαν σπίτια και γεννούσαμε σε διπλανές
σπηλιές πχ?
Για τη γάτα δεν θα άλλαζαν και πολλά. Τα γατάκια δεν τα
νιώθεις. Ούτε πως υπάρχουν. Κίχι δε βγάζουν. Γενικά δηλαδή, όχι μόνο τα
συγκεκριμένα. Η μόνη περίπτωση να κλάψουν είναι να πάθει τίποτε η μάμα τους και
να μείνουν ώρες πολλές πεινασμένα.
Γενικά δηλαδή, τα μωρά των άλλων ζώων εν
ήσυχα, γιατί αλλιώς προσελκύουν θηρευτές και τα τρώει ο κακός ο λύκος.
Ενώ εμείς? Δε θα έμενε αρπακτικό και σαρκοβόρο σε
ακτίνα 10km
που να μεν ειδοποιηθεί δια του παουρίσματος ότι δαμέ υπάρχει ένα πουρέκκι με
την καθόλα εξαντλημένη μάνα του.
Εν φυσικό τωρά τούτο το πράμα? Ντα φακ να πούμε?
(και έλα οι κυπραίοι εν χορώ: μα έχει τον κάττο έσσω με
το μωρό??? Ααα.. 666.. ξιού ξιού.. οι κάττοι ζηλεύκουν, τα μωρά μυρίζουν γάλα, έννα
το φάει το μωρό και άλλα παράλογα. Όι μάνα μου)
Ενιγουέι. Εννεν καθόλου φυσικό τούτο και δεν ξέρω μέσω
ποιάς εξελικτικής πορείας κατάντησε έτσι το ανθρώπινο είδος, πλίζ να μας
πληροφορήσει κάποιος. Αλλά ένα ξέρω. Ότι ο σύγχρονος πολιτισμός από τις
γυναίκες ξεκίνησε. Από την ανάγκη να προστατέψουν τα μωρά που παουρίζαν εν που εκατεβήκαμεν που
τα δέντρα και οχυρωθήκαμε ως είδος σε σπηλιές και οικισμούς.
Το είπε και ο αγαπημένος
μου Κίπλινγκ σε ένα από τα παραμύθια του, ότι ήταν μια εποχή που όλα τα ήμερα
ήταν άγρια, και τα σκυλιά ήταν άγρια, και τα άλογα και η αγελάδα και το
γουρούνι. Και φυσικά και ο άνθρωπος ήταν άγριος. Και μάλλον θα παρέμενε άγριος,
εάν δεν συναντούσε τη γυναίκα. Στη γυναίκα δεν άρεσε ο άγριος τρόπος ζωής.
Βρήκε μια σπηλιά, άπλωσε στεγνή και καθαρή άμμο στο πάτωμα, άναψε φωτιά να τη ζεστάνει,
κρέμασε και ένα δέρμα στην είσοδο και είπε στον άντρα: -Αγάπη, σκούπιζε τα
πόδια σου πριν μπεις έσσω.